Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Φιλήμων Παιονίδης, Υπέρ του δέοντος

Οι νέες μέθοδοι μελέτης και κατανόησης των άλλων πολιτισμών που αναπτύχθηκαν έδειξαν ότι οι «άγριοι» του 19ου αιώνα ζουν σε περίπλοκα οργανωμένες κοινωνίες, ακλουθούν αυστηρούς κανόνες και διαθέτουν ποικιλία συμβολικών και επικοινωνιακών συστημάτων προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και τις προκλήσεις του περιβάλλοντος τους. Αυτό οδήγησε σε μια ουδέτερη αντίληψη για τον πολιτισμό, που βλέπει σε αυτή την έννοια απλώς την οργανωμένη συλλογική προσπάθεια του ανθρώπινου γένους να επιβιώσει. Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι η πίστη στην ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού ως μοναδικού παράγοντα διαρκούς βελτίωσης της ανθρωπότητας είχε ανεπανόρθωτα κλονιστεί. Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους που προκάλεσαν τα μεγάλα δυτικά έθνη, μετά το Άουσβιτς, την ατομική βόμβα, τους ολοκληρωτισμούς, την απομυθοποίηση της αποικιοκρατίας, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την οικονομική υποδούλωση του Τρίτου Κόσμου, η αγιοποίηση της Δύσης δεν ήταν εφικτή, τουλάχιστον με τους όρους των φιλελευθέρων του 19ου αιώνα.

Θα περιοριστώ σε μια εκδοχή του σύγχρονου φιλελευθερισμού, τον εξισωτικό (egalitarian), που σε αντίθεση με τον κλασικό φιλελευθερισμό αναγνωρίζει την αναγκαιότητα άσκησης πολιτικής υπέρ αυτών που βρίσκονται σε δυσχερή θέση, καθώς και το δικαίωμα καθενός σε ένα minimum ουσιαστικών δυνατοτήτων για την πραγμάτωση της αντίληψης του περί αγαθού. Τι είδους απάντηση θα μπορούσε να δώσει στο αρχικό ερώτημα ένας εξισωτικής φιλελεύθερος;

Μια πρώτη απόκριση θα μπορούσε να είναι ότι κάθε πολιτισμός έχει εγγενή αξία, και γι' αυτό δικαιούται το σεβασμό μας. […]

Μια δεύτερη απάντηση θα προέβαλε το επιχείρημα ότι επειδή κάθε πολιτισμός έχει τις δικές του τοπικές και ξεχωριστές αξίες και επειδή δεν υπάρχουν καθολικές αξίες, θα πρέπει να σεβόμαστε τις διαφορετικές πολιτισμικές αξίες των άλλων. [..]Κάθε πολιτισμός έχει αξία, γιατί εντός αυτού αποκτά αξία η παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο. Εάν πιστεύει κανείς στην αξία του ανθρώπου ως ανθρώπου, ανεξάρτητα από τη φυλή, το φύλο, την εθνοτική καταγωγή, την ψυχοσωματική κατάσταση, την κοινωνική θέση ή τις πεποιθήσεις, αναγκαστικά εκτιμά και τον περιβάλλοντα χώρο εντός του οποίου αυτή η αξία διαμορφώνεται. Υπό αυτή τη γενική έννοια όλα τα πολιτισμικά προϊόντα ατομικά ή συλλογικά, ταπεινά ή μεγαλεπήβολα, απλά ή πολυσύνθετα δικαιούνται σεβασμού, εφόσον σεβόμαστε όλως ανεξαιρέτως τους δημιουργούς τους.

Με αυτό το πνεύμα ένας σύγχρονος εξισωτιστής φιλελεύθερος δεν ενδιαφέρεται να «εκπολιτιστούν» οι άλλοι με την παλαιά έννοια της πλήρους και (ενδεχομένως) καταναγκαστικής αποδοχής από την πλευρά τους κάθε πτυχής του δυτικού τρόπου ζωής. Δεν επιθυμεί, για παράδειγμα, να υιοθετήσουν ανυπερθέτως το οκτάωρο, γιατί αυτό είναι συνδεδεμένο με ένα συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα που αναπτύχθηκε στη Δύση, υπό συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορεί να μεταφερθεί παντού χω­ρίς προβλήματα και παρενέργειες. Ακόμα (σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται να πιστεύουν πολλοί συμπατριώτες μας για τους οικονομικούς μετανάστες) δεν θεωρεί ότι οφείλουν να εκχριστιανισθούν για να γί­νουν αποδεκτοί, γιατί πρεσβεύει πως στη δημόσια σφαίρα όλες οι θρησκείες πρέπει να αντιμετωπίζονται -εντός κάποιων ορίων- με σεβασμό.

Παρατηρεί, ωστόσο, πως ενώ ο πολιτισμός εν γένει αποτελεί το μοναδικό πεδίο ανάδειξης της αξίας του ανθρώπου, η τελευταία δεν γίνεται αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους πολιτισμούς. Στο σημείο αυτό ο φιλελεύθερος προβάλλει τρία συγκεκριμένα ιδεώδη, η πραγμάτωση των οποίων θεωρεί ότι κατοχυρώνει συγκεκριμένες καί­ριες διαστάσεις της αξίας της ανθρώπινης ζωής, χωρίς ωστόσο να την εξαντλεί. Πρόκειται για: (α) το συνδυασμό της αρχής της πλειοψη­φίας και εκείνης του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων που συ­γκροτεί τη σύγχρονη συνταγματική δημοκρατία, (β) την εξασφάλιση συνθηκών προαγωγής της ατομικής αυτονομίας ανδρών και γυναι­κών και (γ) την εγγύηση ενός ελάχιστου ικανοποιητικού επιπέδου ποιότητας ζωής για τον καθένα. Τα ιδεώδη αυτά θα ήθελε να γίνουν αποδεκτά από οποιαδήποτε πολιτισμική ομάδα, αν και αντιλαμβάνε­ται ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν τώρα και παντού με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Παράλληλα, δεν δικαιολογεί με κανένα τρόπο την πε­ριφρόνηση τους, από όποιον και αν εκφράζεται, παρόλο που τον εν­διαφέρει να κατανοήσει τα αίτια της. Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι ο εξισωτιστής φιλελεύθερος δεν αισθάνεται πολιτισμικά ανώτε­ρος απέναντι σε ομάδες που δεν εμφορούνται από αυτές τις αξίες, για τον απλό λόγο ότι τη μεγαλύτερη απαξίωση τους οι εν λόγω αξίες τη γνώρισαν, στον αιώνα που μόλις τελείωσε, από εκπροσώπους «μεγά­λων» δυτικών εθνών. Ο αγώνας γι' αυτές είναι διαρκής, και καμία πολιτισμική ενότητα δεν μπορεί τώρα πια να καυχιέται ότι κατέχει τα σχετικά «πνευματικά δικαιώματα» ή ότι έχει εξασφαλίσει την προ­στασία τους εις το διηνεκές.

Ακόμα, ο εξισωτιστής φιλελεύθερος αντιλαμβάνεται ότι η επικρά­τηση αυτών των ιδεωδών μπορεί μακροπρόθεσμα να μεταμορφώσει

μια πολιτισμική ομάδα. Μεταβολές ως προς τον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας, τη συλλογικά επιτρεπτή διαχείριση του εαυτού και την κατανομή του πλούτου συνεπιφέρουν αλλαγές και σε πολλά άλλα, σταθερά ή παροδικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Το κρίσιμο, όμως, ερώτημα που ανακύπτει γι' αυτόν είναι τι είδους παρέμβαση σε άλλες πολιτισμικές ομάδες είναι διατεθειμένος να προσυπογράψει χάριν της διάδοσης των ιδεωδών αυτών. Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί αφηρημένα. Λ.χ. το αν οι ομάδες αυτές ζουν στην ίδια του τη χώρα ή σε μια άλλη είναι κάτι που αναμφισβήτητα θα επηρεάσει την κρίση του. Εκείνο, ωστόσο, που είναι βέβαιο είναι ότι ο φιλελεύθερος κατανοεί πως τα ιδεώδη αυτά είναι αναγκαίο να γίνουν οικειοθελώς αποδεκτά από αυτούς που καλούνται να τα εφαρμόσουν. Επίσης, κάθε παρέμβαση πρέπει να διέπεται από μια αρχή συνέπειας, με την έννοια ότι. δεν θα πρέπει να δίδεται η εντύπωση ότι ο φιλελεύθερος ανέχεται εχθρικά προς το φιλελευθερισμό στοιχεία που ενυπάρχουν στις δυτικές κοινωνίες, ενώ είναι έτοιμος να στιγματίσει τα ίδια στοιχεία, όταν απαντούν σε μη δυτικές κοινωνίες. Αυτές οι διαπιστώσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ενστερνίζεται ένα δε­δομένο πλέγμα ηθικών αξιών εντός του οποίου δεν ενθαρρύνονται συναλλαγές και συμψηφισμοί (trade-offs), περιορίζουν σημαντικά τις επιτρεπτές δυνατότητες παρέμβασης.

Ας μείνουμε στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Η πλέον αμφιλεγόμενη μορφή παρέμβασης σε σχέση με το πρώτο ιδεώδες θα ήταν η ένοπλη επέμβαση σε μια ξένη χώρα προκειμένου να εγκαθιδρυθεί, να προστατευθεί ή να αποκατασταθεί η συνταγματική δημοκρατία. Όπως επιχείρησα να δείξω αλλού25 είναι δυνατόν εκμεταλλευόμενοι τη θεωρία του δίκαιου πολέμου να ορίσουμε μια σειρά συνθηκών οι οποίες θα πρέπει να πληρούνται, έτσι ώστε η επέμβαση αυτή να θεωρηθεί ηθικά δικαιολογημένη (πρόσκληση από δημοκρατικές δυνάμεις, πιθανότητες επιτυχίας του στόχου χωρίς αιματοχυσία για καμία πλευρά, εξάντληση των ειρηνικών μέσων, απουσία υστεροβουλίας κ.ο.κ.). Το πρόβλημα όμως είναι ότι έχοντας υπόψη το πώς ασκείται η εξωτερική πολιτική -ειδικά από τις ισχυρές προς τις ασθενέστερες χώρες- μια κατάσταση πραγμάτων όπου όλες αυτές οι συνθήκες θα γίνονταν σεβαστές φαντάζει ουτοπική. Επομένως, ο φιλελεύθερος διαπιστώνει ότι στην πράξη η διάδοση των δημοκρατικών ιδεωδών πρέπει να επιτευχθεί με μη στρατιωτικά μέσα.

Περνώντας τώρα στο ιδεώδες της προαγωγής της αυτονομίας, μπορεί κανείς να σταθεί στην περίπτωση μιας αφρικανικής χώρας όπου η κλειτοριδεκτομή αποτελεί συνήθη πρακτική. Για κάθε φιλελεύθερο (και όχι μόνο) αυτή η συνήθεια αποτελεί καταδικαστέα και μάλιστα μη αναστρέψιμη πατερναλιστική παρέμβαση στη ζωή μιας νέας γυναίκας. Τι θα μπορούσε όμως να γίνει, ώστε να σταματήσει; Θα ήταν ορθό να στείλουμε στρατεύματα σε αυτή χώρα ή να εξαντλήσουμε τους κατοίκους της μέσω ενός οικονομικού αποκλεισμού προκειμένου να επιτύχουμε το ποθητό αποτέλεσμα; Εάν το κάναμε αυτό, αφενός μεν θα προσβάλλαμε βασικές φιλελεύθερες αξίες, αφετέρου δε μάλλον θα αποτυγχάναμε να πείσουμε τους εμπλεκόμενους για το επιλήψιμο της κλειτοριδεκτομής. Έτσι, αυτό που απομένει είναι η λήψη ηπιότερων μέτρων, όπως η χορήγηση πολιτικού ασύλου σε γυναίκες που απειλούνται ή η επιδότηση ειδικών προγραμμάτων επιμόρφωσης των γυναικών, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα εκτεταμένο εσωτερικό κίνημα αντίδρασης.

Τέλος, αναφορικά με το τρίτο ιδεώδες, αυτό της εξασφάλισης ενός ικανοποιητικού ελαχίστου επιπέδου ζωής για τον καθένα, η παρέμβαση είναι εκ των πραγμάτων ηπιότερη και δεν προξενεί ιδιαίτερες αντιδράσεις για λόγους αρχής. Εδώ μάλιστα η υποχρέωση βοηθείας είναι ισχυρότερη, για το λόγο ότι η Δύση έχει σε πολλές περιπτώσεις σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την τραγική μοίρα των κατοίκων πολλών περιοχών του πλανήτη. Το ζητούμενο είναι η βοήθεια να είναι ουσιαστική και να δίδει τη δυνατότητα στους αποδέκτες της να ζουν βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Αυτό απαιτεί πολύ περισσότερα εκ μέρους μας από το να στέλνουμε τρόφιμα στους λιμοκτονο-ντες. Τα ζητήματα, όμως, αυτά δεν μπορούν να συζητηθούν σε αυτό το κείμενο καθώς ξεφεύγουν από την αρμοδιότητα των φιλοσόφων.

Υποστήριξα μέχρι τώρα ότι για έναν εξισωτιστή φιλελεύθερο κάθε πολιτισμός εν γένει έχει αξία, γιατί εντός του αναδεικνύεται η αξία του ανθρώπου και αποκτά νόημα η βιολογική διάσταση του. Ακόμα, σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, ο φιλελεύθερος επιδιώκει την καθολική διάδοση και την κατά προσέγγιση πραγματοποίηση τριών ιδεωδών, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο γίνονται σεβαστές καίριες όψεις της αυταξίας του καθενός. Κάθε πολιτισμική ομάδα, όσο διαφορετική και αν είναι, η οποία εγκολπώνεται το πλέγμα των αξιών που αναφέρθηκαν, δικαιούται τον ισότιμο ηθικό σεβασμό του. Αυτό σε γενικές γραμμές σημαίνει όχι μόνο ότι δεσμεύεται να μην προβαίνει σε ενέργειες που θα την έβλαπταν, αλλά ότι αναγνωρίζει και την αναγκαιότητα άρσης ορισμένων αδικιών που έχουν υποστεί τα μέλη της. Ωστόσο, ο ισότιμος ηθικός σεβασμός δεν συνεπάγεται και την αδιαφοροποίητη αισθητική αποτίμηση. Ο φιλελεύθερος δεν μπορεί να αναγνωρίσει κάποια ηθική υποχρέωση να του αρέσει εξίσου κάθε προϊόν κάθε πολιτισμού. Αρνείται να ψέξει κάποιον που συμβαίνει να προτιμά την κλασική ελληνική γλυπτική από την προκολομβιανή (ή το αντίστροφο) με το σκεπτικό ότι αυτό θα αποτελούσε προσβολή προς τον πολιτισμό των ινδιάνων ή των Ελλήνων. Μια τέτοια στάση θα ισοδυναμούσε με κατάργηση ενός σημαντικού σκέλους της κριτικής ικανότητας του ανθρώπου και αντιστρατεύεται βασικές φιλελεύθερες αξίες. Το μόνο που μπορεί να αξιώσει για ζητήματα γούστου είναι, όταν έρχεται κανείς σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, να τους πλησιάζει με ανοιχτό μυαλό και ευμενή διάθεση και να προσπαθεί -στο βαθμό του εφικτού- να τους κατανοεί εκ των έσω απαλλαγμένος από τις στρεβλώσεις που έχει δημιουργήσει γι' αυτούς ο δικός του πολιτισμός.

Μια άλλη συνέπεια της προσέγγισης που προτείνεται είναι πως δεν υπάρχει κάποια γενική υποχρέωση διατήρησης πολιτισμικών στοιχείων και παραδόσεων -πέρα από όσο απαιτείται για τη συστηματική μελέτη και γνώση του παρελθόντος- αν αυτό δεν το επιθυμούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή τα ίδια τα άτομα που είναι οι φορείς τους. Αφού, όπως είδαμε, οι πολιτισμοί δεν μπορούν να θεωρηθούν φορείς εγγενούς αξίας, δεν οφείλουμε να τους διατηρήσουμε αλώβητους σαν έργα τέχνης ή σαν υπό εξαφάνιση άγρια είδη, για να υιοθετήσουμε μια έκφραση του Habermas. Αντιθέτως, αν εκείνο που έχει σημασία είναι οι πεποιθήσεις και οι επιθυμίες των μετεχόντων σε αυτούς, οι οποίες διαπλάθονται από αυτούς και ταυτόχρονα τους διαπλάθουν, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να αντιτάσσεται κανείς για λόγους αρχής σε οποιαδήποτε γενικά εξέλιξη ή μεταμόρφωση υφίστανται οι πολιτισμοί, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή είναι σε γενικές γραμμές αποδεκτή από τους ίδιους αυτούς ανθρώπους.

Ίσως μια τόσο σύντομη πραγμάτευση εξαιρετικά περίπλοκων πρακτικών και θεωρητικών ζητημάτων να μην επαρκεί για να πείσει τους διαφωνούντες ότι μια εκδοχή του σύγχρονου φιλελευθερισμού έχει να προτείνει μια καλύτερη απάντηση στο αρχικό ερώτημα μου από εκείνη που επέλεξαν δεσπόζοντες φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα. Επιπλέον, όταν βαδίζει κανείς σε τόσο ολισθηρό έδαφος, όσο αυτό των προβλημάτων που σχετίζονται με την πολυπολιτισμικότητα, οφείλει να είναι προετοιμασμένος και για δυσάρεστες εκπλήξεις αναφορικά με την επάρκεια και την ευστοχία των θεωρητικών προσεγγίσεών του. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι γενικότητες και οι αοριστολογίες με τις οποίες συχνά προσεγγίζεται το εν λόγω πεδίο εξυπηρετούν μόνο αυτούς που τις εκφέρουν. Χρειάζονται συγκεκριμένες θέσεις προς συζήτηση, και προς αυτή την κατεύθυνση προσπάθησα να κινηθώ.

(σσ.173-182)

Δεν υπάρχουν σχόλια: